οιχνώ

οιχνώ
οἰχνῶ, -έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α)
1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.)
2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι
3. προσέρχομαι, πλησιάζω
4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν', ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οίχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰχνῶ — οἰχνέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰχνέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… …   Dictionary of Greek

  • διοιχνώ — διοιχνῶ ( έω) (Α) [οιχνώ] 1. διέρχομαι, διανύω 2. περιπλανιέμαι …   Dictionary of Greek

  • εξοιχνώ — ἐξοιχνῶ, έω (Α) εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιχνώ, παράλλ. τ. τού οίχομαι «φεύγω, εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατοιχνώ — κατοιχνῶ, έω (Α) εξαπλώνω σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰχνῶ «πορεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • οιχνεύω — οἰχνεύω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιχνώ …   Dictionary of Greek

  • πεδοιχνώ — έω, Α βαδίζω αναζητώντας κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + οἰχνῶ «πηγαίνω ή έρχομαι, αναχωρώ», αντί *μετοιχνῶ] …   Dictionary of Greek

  • περιοιχνώ — έω, Α κάνω θόρυβο που αντηχεί τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰχνῶ «πορεύομαι, περιέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”