οἰχνῶ — οἰχνέω go pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰχνέω go pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανύμφευτος — κ. ανύφευτος, η, ο (AM ἀνύμφευτος, ον) άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ αφέντης μας τ όμορφο παλληκάρι τ όμορφο και τ ανύφευτο, μόν αρραβωνιασμένο», Δημοτικό «Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο «ἀνύμφευτος αἰὲν… … Dictionary of Greek
διοιχνώ — διοιχνῶ ( έω) (Α) [οιχνώ] 1. διέρχομαι, διανύω 2. περιπλανιέμαι … Dictionary of Greek
εξοιχνώ — ἐξοιχνῶ, έω (Α) εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιχνώ, παράλλ. τ. τού οίχομαι «φεύγω, εξαφανίζομαι»] … Dictionary of Greek
κατοιχνώ — κατοιχνῶ, έω (Α) εξαπλώνω σε μια έκταση, γεμίζω έναν τόπο με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰχνῶ «πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
οιχνεύω — οἰχνεύω (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιχνώ … Dictionary of Greek
πεδοιχνώ — έω, Α βαδίζω αναζητώντας κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + οἰχνῶ «πηγαίνω ή έρχομαι, αναχωρώ», αντί *μετοιχνῶ] … Dictionary of Greek
περιοιχνώ — έω, Α κάνω θόρυβο που αντηχεί τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οἰχνῶ «πορεύομαι, περιέρχομαι»] … Dictionary of Greek